- αμύριστος
- -η, -ο (Α ἀμύριστος, -ον) [μυρίζω]1. αυτός που δεν αναδίδει μυρωδιά, άοσμος2. αυτός που δεν τόν μύρισε, δεν τόν οσφράνθηκε κανείς3. αυτός που δεν μύρισε από σήψη, δεν βρόμησε4. (για κοπέλες) ανέπαφη, παρθενικήαρχ.1. αυτός που δεν τόν έχρισαν, δεν τόν άλειψαν με μύρα2. τραχύς, άξεστος.
Dictionary of Greek. 2013.